«Φτάσαμε στον Γεροδιάβολο!» ξεφώνησα.
«Καιρός ήταν», είπε ο Αντρέας μισοκοιμισμένος.
Κοίταξα γύρω μου. Είχε σουρουπώσει και δεν έβλεπες ψυχή πουθενά. Τριγύρω υπήρχε γρασίδι ένα μέτρο ψηλό, αγριόχορτα και στραβά δέντρα. Και στη μέση τους, ένας σταθμός λεωφορείων φτιαγμένος από κοκκινότουβλα. Στην άκρη του χωματόδρομου ήταν μια σκουριασμένη πινακίδα, με μοναδική πληροφορία τη λέξη ΓΕΡΟΔΙΑΒΟΛΟΣ με άσπρα γράμματα και από κάτω GERODIAVOLOS με κίτρινα. Ανάμεσα στις λέξεις είχε τρύπες, σαν να την είχαν πυροβολήσει με καραμπίνα.
Ένας υπάλληλος μάς περίμενε απέξω. Ο γνωστός υπάλληλος από τον προηγούμενο σταθμό. Ο λιγδιάρης, με το σκουριασμένο καροτσάκι και με το μόνιμα αναμμένο τσιγάρο που έμοιαζε με ζαρωμένο σκουλήκι. Μου έκλεισε το μάτι ξανά. Δεν του έδωσα σημασία. Τι να έλεγα; Πως ο υπάλληλος από τον σταθμό της Κινέττας, φύτρωσε ως δια μαγείας στον Γεροδιάβολο; Ο Αντρέας θα έλεγε πάλι πως είμαι ένα κοριτσάκι που όλο βλακείες λέει – και τράβα μετά να αποδείξεις πως δεν είσαι ελέφαντας. Έτσι κι αλλιώς, μάλλον ήμουν η μοναδική που τον πρόσεξε. Ποιος άλλος θα του έδινε σημασία;
Κατεβήκαμε. Θα ήμασταν καμιά δεκαριά άτομα, μαζί και ο Πακιστανός που ακόμα με κοιτούσε πονηρά. Η Βαλκυρία κόλλησε στην πόρτα. Κοίταξε τριγύρω διστακτική. Έκανε να κατέβει το τελευταίο σκαλί του λεωφορείου και τελευταία στιγμή μάζεψε το πόδι της, σαν το έδαφος να ήταν στρωμένο με φίδια. Όχι, σχημάτισαν τα χείλη της. Όχι. Κοίταξε γύρω ξανά, σαν τρομαγμένο πουλί. Πήγε να μπει μέσα στο όχημα, μα ο φόβος την κρατούσε κολλημένη στα σκαλιά.
«Αποφάσισε, κοπελιά! Θα κάτσεις μέσα ή θα κατέβεις; Πρέπει να ξεκινήσω», φώναξε ο οδηγός. Η λαμέ Παναγιά λικνίστηκε θυμωμένη πάνω απ` το κεφάλι του…
… για τη συνέχεια, απευθυνθείτε σε “Κάτι Παράξενες Γυναίκες”, από τις εκδόσεις Nightread.
»Παράξενες γυναικείες μορφές παρελαύνουν σε αυτές τις πέντε ιστορίες, όπου με αφορμή το θηλυκό στοιχείο -ή και εξαιτίας του- το Φανταστικό και το παράδοξο εισβάλλουν στην καθημερινή πραγματικότητα».
Το σκίτσο που συνοδεύει το απόσπασμα είναι του εξαιρετικά ταλαντούχου καλλιτέχνη Παναγιώτη Τσαούση, που έφτιαξε από ένα για κάθε διήγημα του βιβλίου.