Πριν την ανακάλυψη της αντισύλληψης, πολλές γυναίκες κατέληγαν έγκυες με παιδιά που δεν ήθελαν και δεν μπορούσαν να φροντίσουν. Το κοινωνικό στίγμα της «ανύπαντρης μητέρας» τις ωθούσε να δώσουν τα μωρά σε κάποιο σπίτι που θα τα φρόντιζε επί πληρωμή. Για τις οικογένειες ωστόσο που δεν μπορούσαν να πληρώσουν για τη συγκεκριμένη «παροχή», η κατάσταση ήταν περίπλοκη. Ένας νόμος που τέθηκε σε ισχύ το 1834, απαγόρευε από τις ενορίες να προσφέρουν οποιαδήποτε βοήθεια στις ανύπαντρες μητέρες, εκτός κι αν πήγαιναν να ζήσουν με τα παιδιά τους στο φτωχοκομείο. Οι συνθήκες εκεί όμως ήταν άθλιες και πολλές γυναίκες προτιμούσαν να αφήσουν τα παιδιά τους και να αναζητήσουν την τύχη τους έξω απ’ αυτό.
Το σύστημα του baby farming, βασισμένο στην αγγλική
Τα νεογέννητα ειδικά, απομακρύνονταν πολλές φορές από τη μητέρα λίγες ώρες μετά τη γέννηση τους και δίνονταν σε κηδεμόνες που ζητούσαν να πληρωθούν εφάπαξ, προκειμένου να δικαιολογηθεί η «υιοθεσία». Αν και οι κίνδυνοι μιας τέτοιας συμφωνίας ήταν προφανείς, οι νεαρές γυναίκες ήταν απελπισμένες και συναινούσαν. Το κόστος της φροντίδας όμως ήταν έτσι κι αλλιώς μεγάλο και οι παραμάνες, ακόμα και αν είχαν καλές προθέσεις δεν κατάφερναν να κρατήσουν τα παιδιά ζωντανά μέχρι την ενηλικίωση.
Η 35χρονη Margaret Waters, έκανε τον όρο baby farmer συνώνυμο του παιδοκτόνου, κι όχι άδικα. Το 1864 μετά το θάνατο του συζύγου της, αποφάσισε να ασχοληθεί με το baby farming για να βγάλει τα προς το ζην. Αρχικά χρέωνε δέκα λίρες για να πάρει το νεογέννητο και στη συνέχεια έδινε τις οχτώ από αυτές μαζί με το παιδί, σε κάποιον άλλο κηδεμόνα. Οι δύο λίρες όμως που έμεναν δεν της έφταναν και συνειδητοποίησε ότι υπήρχε ευκολότερος τρόπος για να βγάλει χρήματα. Αντί να πληρώνει άλλον baby farmer, κρατούσε όλο το ποσό για τον εαυτό και στην συνέχεια νάρκωνε τα μωρά με λάβδανο. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα παιδιά πέθαιναν γρήγορα και σιωπηλά, κυρίως από πείνα. Όταν τελικά την έπιασαν, την καταδίκασαν σε θάνατο. Ο απαγχονισμός της έγινε το 1870 και ήταν η πρώτη εκτέλεση baby farmer στην Αγγλία.
Η περίπτωση της Amelia Dyer
Μολονότι το όνομα της έχει θαφτεί κάτω από τα εγκλήματα άλλων διαβόητων δολοφόνων, οι πράξεις της συγκλόνισαν την Αγγλία του 19ου και έφεραν στο προσκήνιο το πρόβλημα της παιδοκτονίας. Στην αρχή της δράσης της δεχόταν ανύπαντρες γυναίκες όταν η εγκυμοσύνη τους ήταν πια εμφανής και στη συνέχεια ικανοποιούσε την επιθυμία τους να πνίξει τα νεογέννητα. Οι ιατροδικαστές της εποχής, ήταν αδύνατον να ξεχωρίσουν ένα μωρό που έχει γεννηθεί νεκρό από ένα πνιγμένο και έτσι οι μητέρες απαλλάσσονταν χωρίς κυρώσεις.
Πολλές φορές, τα νεογέννητα που της εμπιστεύονταν, κατέληγαν ναρκωμένα από δηλητηριώδεις ουσίες και σιγά σιγά πέθαιναν. Δέκα χρόνια αργότερα και έπειτα από έξι μήνες φυλάκιση για αμέλεια παιδιών, η Dyer αποφάσισε να αλλάξει μέθοδο. Δεν αναλάμβανε πια τη φροντίδα παιδιών με εβδομαδιαία πληρωμή αλλά μόνο την πλήρη υιοθεσία, έναντι ενός γενναιόδωρου ποσού. Λίγες μόνο ώρες μετά την «υιοθεσία» έπνιγε τα βρέφη, τυλίγοντας δύο φορές μια λευκή ταινία γύρω από το λαιμό τους κι ύστερα τα πέταγε σε ποτάμια ή τα έθαβε στην αυλή του σπιτιού της.
Η αστυνομία κατέληξε στο σπίτι της, ύστερα από την εύρεση ενός μακάβριου πακέτου στον Τάμεση που είχε πάνω τη διεύθυνση μιας μαίας που οι γείτονες περιέγραφαν ως «στρογγυλή», μητρική φιγούρα. Αυτά που ανακάλυψαν στο σπίτι της οδού
Ο αριθμός των παιδιών που πέθαναν στα χέρια της Dyer είναι δύσκολο να υπολογιστεί, καθώς μάρτυρες υποστήριξαν ότι στο σπίτι της αφήνονταν κάποιες φορές μέχρι και έξι παιδιά την ημέρα! Οι αρχές υπολόγισαν ότι στα τριάντα χρόνια δράσης της, δολοφόνησε περίπου 300 παιδιά και την καταδίκασαν σε θάνατο δι’ απαγχονισμού.
Η εκτέλεση της έγινε το 1896 σε ηλικία 58 ετών και η δίκη της ήταν η αφορμή για τη θέσπιση νέων νόμων που είχαν σκοπό να προστατεύσουν τα αβοήθητα βρέφη από τους baby farmers. Παρόλα αυτά, τα επόμενα δέκα χρόνια, εκτελέστηκαν άλλοι τρεις με την κατηγορία της βρεφοκτονίας.